- προεκκαθαίρω
- Ακαθαρίζω εντελώς, εξαγνίζω προηγουμένως (α. «γῆν προεκκαθαίρειν», Ιώσ.β. «τῇς ψυχῆς δικαιοσύνη προεκκεκαθαρμένης», Ευσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐκκαθαίρω «καθαρίζω εντελώς, εξαγνίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.